- αμούσκευτος
- -η, -οαυτός που δε μουσκεύτηκε, δε διαποτίστηκε από νερό ή άλλο υγρό: Οι φακές δεν έβρασαν καλά, γιατί τις μαγείρεψες αμούσκευτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.