αμούσκευτος

αμούσκευτος
-η, -ο
αυτός που δε μουσκεύτηκε, δε διαποτίστηκε από νερό ή άλλο υγρό: Οι φακές δεν έβρασαν καλά, γιατί τις μαγείρεψες αμούσκευτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμούσκευτος — η, ο [μουσκεύω] αυτός που δεν μουσκεύτηκε, δεν βράχηκε, δεν διαποτίστηκε με νερό (ή και άλλο υγρό) …   Dictionary of Greek

  • ανότιστος — η, ο αμούσκευτος, στεγνός: Το λιακωτό ήταν ανότιστο κι άπλωσαν εκεί το μαλλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”